- κουτσο-
- (Μ κουτσο-)α' συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος, κουτσομύτης, κουτσοχέρης)β) είναι μικρό, φτωχό ή ανεπαρκές (κουτσογράμματα, κουτσοδουλειά, κουτσομάγαζο)και γ) γίνεται με δυσκολία ή λίγο λίγοσ' αυτήν την κατηγορία ανήκουν ρήματα ή ρηματικοί τύποι που έχουν υποκορ. έννοια (κουτσοβλέπω, κουτσοκαταφέρνω, κουτσοδιαβασμένος, κουτσοζώ, κουτσοπίνω). Λ. με α' συνθετικό κουτσο-: (μσν-νεοελλ.) κουτσάφτης, κουτσοκέφαλος, κουτσομύτηςνεοελλ.κουτσοβλέπω, κουτσοβολεύω, κουτσόγλωσσος, κουτσογράμματα, κουτσογραμματισμένος, κουτσοδιαβάζω, κουτσοδόντης, κουτσοδουλειά, κουτσοζώ, κουτσοκαταφέρνω, κουτσομάγαζο, κουτσονούρης, κουτσοπερνώ, κουτσοπίνω, κούτσουρο, κουτσοφλέβαρος, κουτσόφτερος, κουτσοχέρης, κουτσοχέρουλος.
Dictionary of Greek. 2013.